- σαυσαρισμός
- ὁ, Απαράλυση τής γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαυσαρόν + -ισμός, μέσω αμάρτυρου *σαυσαρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαυσαρισμός — paralysis of the tongue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)